DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
olievlek f
agric. κηλίδα; λαδιά
environ. πετρελαιοκηλίδα; πετρελαιοκηλίδα/απόρριψη πετρελαίου
industr., construct., met. κηλίδα πετρελαίου
transp., chem. στρώμα λαδιού; στρώση λαδιού
olievlek
: 2 phrases in 1 subject
Industry2