DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
oliering f
mech.eng. δακτύλιος στεγανοποίησης λαδιού; ελεύθερος δακτύλιος λίπανσης; τσιμούχα; στεγανοδακτύλιος λαδιού
transp., mech.eng. ελαιολιπαντικός δακτύλιος