DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
olieleiding f
econ. πετρελαιαγωγός
mech.eng. αγωγός λαδιού; γραμμή λαδιού
mech.eng., construct. αυλάκωση ροής λαδιού λιπάνσεως
olieleiding
: 1 phrase in 1 subject
Chemistry1