DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
occlusie n
chem. έγκλειση; προσρόφηση
health. απορρόφησις αερίου από ένα αέριο ή μέταλλο σε μεγάλη ποσότητα όπως του υδρογόνου από λευκόχρυσο
life.sc., environ. σύσφιξη
med. πατέντα δήξης; τύπος οδοντικής σύγκλησης; απόφραξις; σύγκλεισις
occlusie
: 12 phrases in 2 subjects
Life sciences1
Medical11