DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
nivellering adj.
mech.eng., construct. ισοστάθμιση; ευθυγράμμιση οδηγών; ευθυγράμμιση διευθυντηρίων ράβδων
nivellering
: 5 phrases in 3 subjects
Economy1
Mechanic engineering3
Transport1