DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
niche adj.
gen. νησίδα αγοράς; εξειδικευμένη αγορά; εξειδικευμένο τμήμα της αγοράς
market. θέση σε εξειδικευμένο προσοδοφόρο μικρό τομέα της αγοράς
niche
: 6 phrases in 2 subjects
Environment3
General3