DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
nastelling adj.
mater.sc., mech.eng. ρύθμιση; εφαρμογή
mech.eng., construct. αυτόματη επαναστάθμιση; επαναστάθμιση
met., mech.eng. διόρθωση βάθους κοπής εκτός εμπλοκής