DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
namelken adj.
agric. πρόσθετο άρμεγμα; αρμέγω ξανά; επαναληπτικό άρμεγμα; ροή γάλακτος από το μαστό
namelken
: 4 phrases in 1 subject
Agriculture4