DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
muts f
med. σκούφος; θήκη που χρησιμοποιείται σαν προστατευτικό μέσο κατά της ακτινοβολίας Roe; καλύπτρα; καλύπτρα των εγκεφαλικών σκελών
muts
: 3 phrases in 1 subject
Agriculture3