DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
motorrem adj.
transp. διάφραγμα καθυστέρησης
transp., mech.eng. πέδηση με ανάσχεση των καυσαερίων
transp., mil., grnd.forc., mech.eng. μηχανόφρενο; πέδη κινητήρα