DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
moedermaatschappij f
busin., labor.org. εταιρία χαρτοφυλακίου
econ. μητρική εταιρεία
law, econ., busin. δεσπόζουσα εταιρεία; ελέγχουσα εταιρεία; κυρίαρχη επιχείρηση
law, fin., industr. μητρική επιχείρηση
transp., avia. μητρικός μεταφορέας
moedermaatschappij
: 4 phrases in 3 subjects
Finances1
Law1
Taxes2