DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
mijnhout n
agric., industr., construct. ξυλεία μεταλλείων; ξυλεία ορυχείων
coal., industr., construct. στύλος αντιστηρίξεως
stat., agric. ορθοστάτης ορυχείων