DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
metselwerk n
commun., IT, construct. λιθοδομή; οπτοπλινθοδομή
environ. τοιχοποιία f; οικοδομή; οικοδόμηση; πλινθοδομή; τοιχοποιία/πλινθοδομή/οικοδόμηση/οικοδομή f
metselwerk
: 25 phrases in 5 subjects
Chemistry8
Construction6
Mechanic engineering1
Natural sciences4
Transport6