membraan | |
chem. el. | πτυσσόμενος φυσητήρας; πτυσσόμενη μεμβράνη |
environ. | μεμβράνη/υμένας |
industr. construct. | φάκελος |
life.sc. construct. | διάφραγμα στεγανότητος |
| |||
πτυσσόμενος φυσητήρας; πτυσσόμενη μεμβράνη | |||
μεμβράνη/υμένας | |||
φάκελος | |||
διάφραγμα στεγανότητος | |||
μεμβράνη |
membraan van : 21 phrases in 4 subjects |
Health care | 2 |
Mechanic engineering | 1 |
Medical | 17 |
Metallurgy | 1 |