DictionaryForumContacts

   Dutch Greek
Google | Forvo | +
mate
 mate
gen. ταχύτητα
law fin. pharma. αναλογία; ποσοστό; ρυθμός
 mater
commun. μήτρα
 maté
forestr. food.ind. τσάι της Παραγουάης; τσάι των Ιησουϊτών
waarin | hergebruikt
 hergebruik
environ. επαναχρησιμοποίηση
environ. industr. ανακύκλωση
| kan
 kan
industr. construct. μπιτόνι
| worden
 wort
agric. μούστος
- only individual words found

noun | adjective | to phrases
mate f
law, fin., pharma. αναλογία; ποσοστό; ρυθμός
maté f
forestr., food.ind. τσάι της Παραγουάης
mate adj.
gen. ταχύτητα
maté adj.
forestr., food.ind. τσάι των Ιησουϊτών
nat.res. ματέ (Ilex paraguariensis)
mater adj.
commun. μήτρα
mate waarin hergebruikt kan worden
: 2 phrases in 1 subject
Environment2