DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
maskeren v
commun. καλύπτω; σκεπάζω
commun., el. επικάλυψη
IT εφαρμογή μάσκας
IT, tech. μασκάρω
nat.sc. μασκάρισμα; σκίαση
maskeren
: 1 phrase in 1 subject
Health care1