DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
marmeren adj.
chem. χρωματίζω τις κόψεις βιβλίου σαν μάρμαρο; χρωματίζω σαν μάρμαρο; φτιάχνω νερά
chem., met. μαρμαρυγή
commun., chem. νερά; χρωματισμός με νερά σαν μάρμαρο
construct. απομίμηση μαρμάρου
industr., construct. μαρμαροειδής απομίμηση
marmeren
: 4 phrases in 2 subjects
Chemistry1
Communications3