DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
luchtverkeersleiding f
econ. έλεγχος εναέριου χώρου
transp., avia. μονάδα ATS; μονάδα εξυπηρέτησης εναέριας κυκλοφορίας; μονάδα παροχής υπηρεσιών εναέριας κυκλοφορίας; έλεγχος εναέριας κυκλοφορίας; έλεγχος της εναέριας κυκλοφορίας
luchtverkeersleiding
: 2 phrases in 1 subject
Transport2