DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
losmaken v
gen. χαλαρώνω
agric. αναμοχλεύει
comp., MS ξεκαρφίτσωμα; ξεκαρφιτσώνω
earth.sc., el. να ανοίξει; να ανοίξει ο διακόπτης κυκλώματος
life.sc. αποχωρισμός; απόσπασις
met. χαλάρωση
transp. αποπλέω
losmaken
: 14 phrases in 6 subjects
Agriculture4
Information technology1
Mechanic engineering2
Metallurgy3
Natural sciences2
Transport2