DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
lezen v
agric. σταχυολόγηση; σταχυολόγημα; σταχυολογία
el. ένδειξη
industr., construct. σταύρωση κατά διαστήματα
IT, tech. ανάγνωση
las v
gen. αρμός
chem. κορδόνι; πάσσο
construct. κορδόνι συγκολλήσεως
el. συγκόλληση
met. αρμοκάλυμμα κορμού; αρμοκαλύπτρα κορμού
tech., industr., construct. σημείο συγκόλλησης
transp., mech.eng. αρμός σιδηροτροχιάς
leest v
industr., construct. καλαπόδι; μήτρα υποδήματος; τύπος υποδήματος
lezen adj.
gen. αναγιγνώσκω
lezen
: 162 phrases in 18 subjects
Agriculture3
Art2
Chemistry9
Communications4
Cultural studies2
Earth sciences1
Electronics5
General2
Industry31
Information technology38
Leather2
Mechanic engineering2
Medical1
Metallurgy40
Microsoft3
Social science1
Transport15
Work flow1