DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
lenswater n
gen. σεντινόνερα
transp., nautic., environ. ακάθαρτα ύδατα στον πυθμένα στο κύτος πλοίου; νερό πυθμένοςπλοίου; νερά της σεντίνας
lenswater
: 2 phrases in 1 subject
Agriculture2