DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
ladingmeester m
gen. επόπτης φόρτωσης
transp. φορτωτής; ναυλωτής
transp., mater.sc. προϊστάμενος συνεργείου; προϊστάμενος των εργασιών φορτοεκφορτώσεων; προϊστάμενος εργαστηρίου
transp., tech. ζυγιστής