DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
lade adj.
industr., construct. φορέας χτενιού
mun.plan., industr., construct. συρτάρι
laden adj.
gen. πλήρωση; το φορτίζειν
coal. γομώνω; γόμωση; φόρτωση δι'εκρηκτικών υλών; ξεμπάζωμα
commun. εισαγωγή κασέτας
el. πουπινισμός
IT φορτώνω; φόρτωση
met. φόρτιση υψικαμίνου
met., el. τροφοδότηση
lader adj.
agric. φορτωτής
energ.ind., el. φορτιστής συσσωρευτή; μονάδα φόρτισης συσσωρευτή; συσκευή φόρτισης συσσωρευτή; φορτιστής; φορτιστής μπαταρίας
mater.sc. μονάδα φόρτωσης; τροφοδότης; φορτωτήρας
laden reactcr adj.
gen. φορτίζω αντιδραστήρα
lader van geweer adj.
gen. γεμιστήρας όπλου
lade
: 72 phrases in 15 subjects
Agriculture9
Chemistry3
Coal3
Earth sciences2
Electronics11
Environment1
Finances1
General5
Industry2
Information technology6
Labor law2
Life sciences1
Mechanic engineering5
Metallurgy2
Transport19