DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
laag adj.
agric. όροφος δασοσυστάδος
comp., MS επίπεδο
construct. στρώμα,στρώσις
earth.sc. θήκη; περίβλημα; περικάλυμμα; στρώση
el. βήμα ανύψωσης
industr., construct. επίστρωση; επίχρισμα; λινό ελαστικών αυτοκινήτων; συστατικό ύφασμα; επικάλυψη
life.sc. εδαφική στρώση; εδαφικός ορίζων
math. στρώμα
met. υλικό επικάλυψης; στρώμα ψεκασμού; στοιβάδα
stat. στρώμα
wood. επιμέρους φύλλο; καπλαμάς; φύλλο επικάλυψης
N-laag adj.
IT στρώμα Ν
laag
: 430 phrases in 33 subjects
Agriculture19
Chemistry20
Coal2
Commerce1
Communications67
Construction22
Cultural studies1
Earth sciences29
Economy2
Electronics53
Energy industry3
Environment10
Finances2
Food industry7
General18
Health care12
Industry20
Information technology23
Labor law2
Law1
Life sciences37
Marketing1
Materials science7
Mechanic engineering5
Medical3
Metallurgy23
Microsoft3
Natural sciences3
Pharmacy and pharmacology1
Social science1
Statistics2
Technology11
Transport19