DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
laadschop m
agric., construct. μηχανικό φτυάρι; φορτωτικό φτυάρι
industr. φορτωτής-φτυάρι; φορτωτής; φορτωτής - φτυαριστής; φορτωτής εκσκαφέας
laadschop
: 6 phrases in 4 subjects
Agriculture1
Industry1
Mechanic engineering3
Transport1