DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
laadperron n
agric., mech.eng. κινητή εξέδρα φορτοεκφόρτωσης
mech.eng. εξέδρα φόρτωσης
transp. αποβάθρα φόρτωσης; εργοτάξιο φόρτωσης; θέση για φορτώσεις; περιοχή φόρτωσης; χώρος φόρτωσης