DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
krimpen v
gen. συρρίκνωσις ξύλου
coal., met. συστολή
industr. δεκάτισμα; επεξεργασία με ατμό
industr., construct. συρρίκνωση
life.sc. αναστρέφομαι; ανακρούω
mater.sc., chem. συρρικνούμαι; συστέλλομαι
mech.eng. συναρμογή σύσφιξης; σύσφιξη στοιχείου επί άλλου
nat.sc. αριστερόστροφη αλλαγή κατεύθυνσης ανέμου
nat.sc., industr., construct. ρίκνωσις
transp., mater.sc. να σφιχθεί με πάτημα
krimp v
chem. μάζεμα
el. μείωση του ποσοστού χρησιμοποιήσιμων διατάξεων
industr., construct. συρρίκνωση δέρματος; συστολή δέρματος
industr., construct., chem. συστολή συμπίεσης; απομάκρυνση μήτρας με παροχή αερίου
met., construct. συρρίκνωση
transp. συστολή
krimpen
: 17 phrases in 7 subjects
Chemistry1
Earth sciences1
Industry8
Materials science1
Mechanic engineering2
Natural sciences3
Technology1