Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Dutch
⇄
Danish
English
Finnish
French
German
Greek
Irish
Italian
Japanese
Portuguese
Russian
Spanish
Swedish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
to phrases
krimpen
v
gen.
συρρίκνωσις ξύλου
coal., met.
συστολή
industr.
δεκάτισμα
;
επεξεργασία με ατμό
industr., construct.
συρρίκνωση
life.sc.
αναστρέφομαι
;
ανακρούω
mater.sc., chem.
συρρικνούμαι
;
συστέλλομαι
mech.eng.
συναρμογή σύσφιξης
;
σύσφιξη στοιχείου επί άλλου
nat.sc.
αριστερόστροφη αλλαγή κατεύθυνσης ανέμου
nat.sc., industr., construct.
ρίκνωσις
transp., mater.sc.
να σφιχθεί με πάτημα
krimp
v
chem.
μάζεμα
el.
μείωση του ποσοστού χρησιμοποιήσιμων διατάξεων
industr., construct.
συρρίκνωση δέρματος
;
συστολή δέρματος
industr., construct., chem.
συστολή συμπίεσης
;
απομάκρυνση μήτρας με παροχή αερίου
met., construct.
συρρίκνωση
transp.
συστολή
krimpen
:
17 phrases
in 7 subjects
Chemistry
1
Earth sciences
1
Industry
8
Materials science
1
Mechanic engineering
2
Natural sciences
3
Technology
1
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips