DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
kreupele stijl
industr., construct. γκιοστέκι; ζεύγμα; πλαγιοσύνδεσμος; σταυρόξυλο; δοκάρια στέγης με πάσσαλους αντιστήριξης; ξυλεία στέγης με αντιστηρίγματα; πηχάκι