DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
kraan m
earth.sc., mech.eng. βαλβίδα φραγμού
industr. πυργογερανός
mater.sc., mech.eng. δικλείδα; στρόφιγγα
mech.eng. γερανός; γερανός με πρόβολο
transp., construct. περιστροφικός γερανός
kraan v
mech.eng. ανυψωτική μηχανή
kraanrijden v
mater.sc. κίνηση μετατόπισης
mech.eng. ταχύτητα μετατόπισης
kraan
: 60 phrases in 10 subjects
Agriculture4
Chemistry5
Energy industry2
General1
Industry1
Information technology1
Materials science1
Mechanic engineering25
Metallurgy6
Transport14