DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
korrelgrootte adj.
coal., met. μέγεθος κόκκου
life.sc., agric. Ευθρυπτότητα
met. μέγεθος κόκκων
nat.sc. κοκκομετρικά χαρακτηριστικά; κοκκομετρική κατανομή
transp. ενεργός διάμετρος κόκκων
korrelgrootte
: 10 phrases in 4 subjects
Life sciences1
Metallurgy5
Natural sciences3
Pharmacy and pharmacology1