DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
korrelen v
gen. σύμπηξη; κοκκοποίηση; πελλετοποίηση
agric. κοκκοποιώ; συμπιέζω
chem. εμφάνιση σπυριών
industr. ανατίναξη
korrel v
agric. δισκίο; χάπι
earth.sc., agric. Κόκκος θρόμβος
environ. σπόρος/κόκκος
industr., construct. σφαιρίδιο; σβώλος
industr., construct., met. κυβικά υαλοθραύσματα
met. κόκκος
v. metaal korrel v
environ. σπόρος/κόκκος
korrelen
: 27 phrases in 8 subjects
Agriculture9
Chemistry3
Communications1
Earth sciences1
Health care1
Industry3
Materials science1
Metallurgy8