DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
korrels m
agric. κόκκοι; ζωοτροφικοί σπόροι; κοκκοποιημένος
chem. κόκκος
korrel v
agric. δισκίο; χάπι
earth.sc., agric. Κόκκος θρόμβος
environ. σπόρος/κόκκος
industr., construct. σφαιρίδιο; σβώλος
industr., construct., met. κυβικά υαλοθραύσματα
met. κόκκος
korrelen v
gen. σύμπηξη; κοκκοποίηση; πελλετοποίηση
agric. κοκκοποιώ; συμπιέζω
chem. εμφάνιση σπυριών
industr. ανατίναξη
v. metaal korrel v
environ. σπόρος/κόκκος
korrel
: 71 phrases in 10 subjects
Agriculture33
Chemistry5
Communications1
Earth sciences1
General1
Health care1
Industry7
Materials science1
Metallurgy20
Natural sciences1