DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
korf m
gen. κάλαθος τροφοδότησης
agric. κύρτος; κιούρτος; κυψέλη; χωριάτικα; τρυγοκόφινο; κλουβί πιεστηρίου; κλωβός πιεστηρίου; κόφινος; καλαθόπλεκτη κυψέλη; κουντουριάρικα; κοφινέλλο
fish.farm. κοφινέλο
industr., construct., chem. Πρώτος δίσκος ινοποιήσεως; ποτήρι
mech.eng. καλάθι μεταφοράς
korf
: 14 phrases in 5 subjects
Agriculture2
Economy1
Environment2
Fish farming pisciculture3
Metallurgy6