DictionaryForumContacts

   Dutch Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
koppeling f
gen. στοιχείο σύνδεσης
commun., IT αλύσσωση' αλυσιδωτή σύνδεση
commun., transp. σερβοέλεγχος
comp., MS σύνδεση
construct. σύνδεση δοκών; μονολιθοποίηση
earth.sc., el. ζεύκτης
earth.sc., mech.eng. σύζευξη αξόνων; σύνδεσμος μεταδόσεως κινήσεως
earth.sc., tech. σύνδεση της κεφαλής δοκιμής
el. σύζευξη; διασύνδεση; ζεύξις; σύζευξις; αποκλεισμός; ασφάλιση
fin. Πράξη πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης
IT στοιχείο σύζευξης; συζεύκτης
mech.eng. συζεύκτης αξόνων; αποσυμπλέκτης
med. συνένωση γονιδίων; σύνδεσμος γονιδίων
stat. σύνδεσμος; αλληλουχία; συνάφεια
transp. ελιγμός προσάραξης; σύνδεση με κρουστική-αποκρουστική διαρρύθμιση
transp., el. σύμπλεξη; εξάρτηση
transp., industr. συμπλέκτης
transp., mech.eng. κοπλάρισμα
Koppeling f
transp., mech.eng. αμπραγιάζ; συμπλέκτης
koppeling van
: 30 phrases in 4 subjects
Information technology2
Mechanic engineering12
Statistics1
Transport15