DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
koord n
commun. κύκλωμα κορδονιού; βυσματοφόρο κορδόνι
industr. νήμα
industr., construct. στρώμα ινών; σύνολο πλεγμένων ινών
industr., construct., met. ανομοιογενής λωρίδα
transp. χορδή
koorden n
industr., construct., met. σχοινία
koord
: 23 phrases in 6 subjects
Coal1
Communications2
General2
Industry11
Municipal planning1
Transport6