DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
koolborstel m
chem., el. ανθρακική ψήκτρα; καρβουνάκι; ψήκτρα από κάρβουνο
el. ψήκτρα από άνθρακα
mech.eng., el. ψήκτρα; βούρτσα