DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
kolenmengsel n
coal., met. μείγμα παραγωγής οπτάνθρακος; ανάμειξις οπτανθράκων και παραγώγων ανθράκων; συλλιπάσματα; μείγμα παραγωγής κωκ