DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
noun | adjective
kohort f
stat. ομάδα πληθυσμού; κλάση; κοόρτη; ομάδα ατόμων που έζησαν μαζί ένα γεγονός
kohorte adj.
stat. ομάδα πληθυσμού; κλάση; κοόρτη; ομάδα ατόμων που έζησαν μαζί ένα γεγονός