DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
koevoet m
agric. ελβετικό φυτευτήρι
mech.eng. μοχλός ανύψωσης γραμμής
med. ανυψωτήρας; οδοντικός υψωτήρας
transp., avia. λοστός
transp., mech.eng. λοστός ανύψωσης γραμμής; λοστός σιδηροτροχιών