DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
koeler adj.
chem., el. ψύκτης
commer., el. ψυγείο
earth.sc. ψυκτήρας
mech.eng. συσκευή ψύξης
nat.sc. ψυκτικό μίγμα; ψυκτικός
transp. εναλλάκτης θερμότητας του λαδιού; ψυγείο λαδιού
koelen adj.
agric. ψύχει τεχνητά
agric., mech.eng. καταψύχω
earth.sc., mech.eng. υποβαθμίζω την θερμοκρασία; ψυχραίνω; ψύχω; υποβαθμίζω την θερμοκρασία με τεχνητά μέσα; ψύχω με τεχνητά μέσα
environ. ψύξη
food.ind. κατάψυξη
industr., construct., met. ανόπτησις; ανοπτώ
koel adj.
gen. ψυχρός
koeler
: 65 phrases in 14 subjects
Agriculture7
Chemistry8
Earth sciences1
Electronics3
Food industry1
General17
Industry8
Materials science2
Mechanic engineering3
Metallurgy4
Municipal planning4
Natural sciences1
Technology1
Transport5