DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
koelen adj.
agric. ψύχει τεχνητά
agric., mech.eng. καταψύχω
earth.sc., mech.eng. υποβαθμίζω την θερμοκρασία; ψυχραίνω; ψύχω; υποβαθμίζω την θερμοκρασία με τεχνητά μέσα; ψύχω με τεχνητά μέσα
environ. ψύξη
food.ind. κατάψυξη
industr., construct., met. ανόπτησις; ανοπτώ
koeler adj.
chem., el. ψύκτης
commer., el. ψυγείο
earth.sc. ψυκτήρας
mech.eng. συσκευή ψύξης
nat.sc. ψυκτικό μίγμα; ψυκτικός
transp. εναλλάκτης θερμότητας του λαδιού; ψυγείο λαδιού
koel adj.
gen. ψυχρός
koelen
: 93 phrases in 20 subjects
Agriculture13
Chemistry11
Earth sciences6
Economy1
Electronics3
Fish farming pisciculture3
Food industry2
General18
Health care1
Industry10
Labor law1
Materials science2
Mechanic engineering5
Medical1
Metallurgy4
Mineral products1
Municipal planning4
Natural sciences1
Technology1
Transport5