DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
knotten v
agric. κλάδεμα μέχρι τη βάση; κλάδεμα της κορυφής ενός δένδρου
forestr. κλαδονομή; κορυφολόγημα
knot v
industr., construct. κεφαλή πινέλου
knotten
: 1 phrase in 1 subject
Industry1