DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
knieplaat adj.
agric. μπρατσόλικν.; έλασμα του αγκώνα; βραχίονας; μπρακέτοκν.
construct. έλασμα αγκώνα; έλασμα μπρατσολιού
met. ακραίο έλασμα; προεξοχή