DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
klomp m
agric. σβώλος χώματος
industr., construct. κν.σαμπό; υπόδημα που κατασκευάζεται από ένα μόνο τεμάχιο
klomp
: 1 phrase in 1 subject
Industry1