DictionaryForumContacts

   Dutch Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
klep f
gen. Θυρόφραγμα,κλαπέτο; φρένο,πέδη; στραγγαλιστικό επιστόμιο,ρυθμιστική δικλείδα
earth.sc., mech.eng. βαλβίδα συμπιεστή
industr., construct. γείσο
industr., construct., met. πόρτα μηχανής φουρκώ
mater.sc., mech.eng. πτερύγιο
mech.eng. ατμοσύρτης; κύρια βαλβίδα του ρυθμιστή; ανακλινώμενο πτερύγιο; κλαπέ; κλαπέτο; βαλβίδα σε διάταξη L; πλευρική βαλβίδα
mech.eng., construct. υδατοϋψωτής
nat.sc. βαλβίδα (valvis dehiscens); σύστημα αναστολέα
transp. ράμπα φόρτωσης; πλατύσκαλο; βαλβίδα υπερπίεσης
transp., avia. Πτερύγιο καμπυλότητας
transp., construct. δικλείδα; θυρόφραγμα; πτερύγιο δικλείδας
vleugelklep f
transp., avia. Πτερύγιο καμπυλότητας; πτερύγιο υπεραντωτικής διάταξης/EUROD
klep van
: 16 phrases in 5 subjects
Astronautics2
Earth sciences3
Mechanic engineering6
Medical1
Transport4