Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Dutch
⇄
Bulgarian
Danish
English
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Irish
Italian
Latvian
Maltese
Portuguese
Slovene
Spanish
Swedish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
to phrases
klemplaat
adj.
construct.
έλασμα σφιγκτήρα
mech.eng.
πλάκα αγκίστρωσης
;
πλάκα συγκράτησης
;
σφιγκτήρας
;
απογυμνωτής
;
αποκολλητής
;
κόντρα-πλάκα
;
στήριγμα εργαλειοφορέα
;
διάταξη σύσφιξης του κατεργαζόμενου κομματιού με οδηγό εργαλείου
;
μέσο συσφίγξεως
met., mech.eng.
πλάκα υποδοχής-συγκράτησης εμβόλου διάτμησης
;
"βάτραχος"
transp.
πλάκα σύσφιγξης
;
πλάκα σύσφιξης
klemplaat
:
1 phrase
in 1 subject
Transport
1
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips