DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
klemplaat adj.
construct. έλασμα σφιγκτήρα
mech.eng. πλάκα αγκίστρωσης; πλάκα συγκράτησης; σφιγκτήρας; απογυμνωτής; αποκολλητής; κόντρα-πλάκα; στήριγμα εργαλειοφορέα; διάταξη σύσφιξης του κατεργαζόμενου κομματιού με οδηγό εργαλείου; μέσο συσφίγξεως
met., mech.eng. πλάκα υποδοχής-συγκράτησης εμβόλου διάτμησης; "βάτραχος"
transp. πλάκα σύσφιγξης; πλάκα σύσφιξης
klemplaat
: 1 phrase in 1 subject
Transport1