DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
klemhouder m
mech.eng. στέλεχος εργαλείου τόρνευσης με σύσφιξη; στρεφόμενη βάση; διάταξη σύσφιξης του κατεργαζόμενου κομματιού με οδηγό εργαλείου; συγκρατητήρας
Klemhouder m
met., el. σώμα σφιγκτήρα ηλεκτροδίου