DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
kijkgat n
agric. παράθυρο ελέγχου
construct. ματάκι; οπή παρατήρησης
industr., construct., mech.eng. θυρίδα παρατηρήσεως
mech.eng., construct. υαλόφρακτο άνοιγμα παρατηρήσεως
kijkgat
: 1 phrase in 1 subject
Industry1