DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
kiemcelbeschadiging f
health. βλάβη των χρωμοσωμάτων; χρωμοσωματική βλάβη
kiemcelbeschadigingen f
med. χρωματοσωμική βλάβη (aberratio); χρωματοσωματική ανωμαλία (aberratio)