DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
kettingwiel n
mech.eng. οδοντωτός τροχός αλυσοκίνησης; ακιδωτός τροχός; τροχός μετάδοσης κίνησης με αρθρωτή αλυσσίδα; τανυτήρας αλυσίδας; αλυσοτροχαλία f; τροχός αλυσίδας; οδοντωτός τροχός αλυσίδας; οδοντωτός τροχός αλυσίδας ερπύστριας; οδοντωτός τροχός ερπύστριας; τροχαλία αλυσίδας
transp., mech.eng. ακιδωτός τροχός αλυσοκίνησης; αλυσοτροχός m; ακιδωτός τροχός αλλαγής κατεύθυνσης αλυσοκίνησης